κιβδηλοποιός

κιβδηλοποιός
ο
αυτός που κατασκευάζει κάλπικα νομίσματα, παραχαράκτης: Κατηγορήθηκε για κιβδηλοποιός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κιβδηλοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει κίβδηλα νομίσματα, παραχαράκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίβδηλος + ποιός (< ποιῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • κιβδηλοποιία — η η κατασκευή κίβδηλων νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβδηλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου]. η η κατασκευή κίβδηλων νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβδηλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην… …   Dictionary of Greek

  • κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός …   Dictionary of Greek

  • καλπουζάνος — ο, θηλ. καλπουζάνα 1. αυτός που κατασκευάζει κίβδηλα νομίσματα, κιβδηλοποιός, πλαστογράφος, παραχαράκτης 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος δόλιος, απατεώνας, ασυνείδητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalpazan] …   Dictionary of Greek

  • παραχαράκτης — ο, ΝΜΑ, παραχαρακτής Α [παραχαράσσω] ο κατασκευαστής κίβδηλων νομισμάτων, ο κιβδηλοποιός νεοελλ. μσν. συνεκδ. αυτός που αλλοιώνει, που διαστρέφει, που παραποιεί, ο διαστροφέας («παραχαράκται τῆς ἀληθείας», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • παραχαράχτης — ο θηλ. τρια 1. ο κιβδηλοποιός. 2. μτφ., αυτός που διαστρέφει σκόπιμα την αλήθεια: Όσοι προσπαθούν να δυσχεράνουν την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι παραχαράχτες της θέλησης του λαού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”